Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

ό.π. συντομογραφία

  • όπου και προηγουμένως: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε

Δείτε επίσης επεξεργασία