hospitalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hospitalo | hospitaloj |
αιτιατική | hospitalon | hospitalojn |
hospitalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hospitalo | hospitaloj |
αιτιατική | hospitalon | hospitalojn |
hospitalo (eo)