Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hospital hospitals

  Ετυμολογία επεξεργασία

hospital < παλαιά γαλλικά hospital < λατινική hospitalis < hospes

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈhɑspɪtɫ/ & /ˈhɒspɪtəl/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hospital (en)

  • το νοσοκομείο
    He came out of the hospital cured and healthy as before.
    Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
    the hospital charges/expenses - τα νοσήλια

  Πηγές επεξεργασία



Ιντερλίνγκουα (ia) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hospital (ia)

Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hospital (es)

Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hospital (pt)