Ετυμολογία

επεξεργασία
heliĝi < hel(a) + iĝi
ρήμα heliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας heliĝas heliĝanta heliĝata
αόριστος heliĝis heliĝinta heliĝita
μέλλοντας heliĝos heliĝonta heliĝota
υποθετική heliĝus - -
προστακτική heliĝu - -

heliĝi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

heligxi, helighi, helig'i