Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hectisie < λατινική hecticus < αρχαία ελληνική εκτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛk.ti.zi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hectisie hectisies

hectisie (fr) θηλυκό