étisie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- étisie < hectisie < λατινική hecticus < αρχαία ελληνική εκτικός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étisie | étisies |
étisie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) εξαιρετικά μεγάλο αδυνάτισμα