hémisphérique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hémisphérique < hémisphère
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hémisphérique | hémisphériques |
hémisphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hémisphérique | hémisphériques |
hémisphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό