hémicycle
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hémicycle | hémicycles |
hémicycle (fr) αρσενικό
- το ημικύκλιο
- (συνεκδοχικά) πολλές ημικυκλικές και ομόκεντρες σειρές καθισμάτων όπου κάθονται οι ακροατές ή θεατές μιας συνέλευσης