Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κάθισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.1.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κάθισμα
τα
καθίσμα
τ
α
γενική
του
καθίσμα
τ
ος
των
καθισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κάθισμα
τα
καθίσμα
τ
α
κλητική
κάθισμα
καθίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κάθισμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάθισμα
ουδέτερο
οποιοδήποτε
έπιπλο
χρησιμεύει για να
κάθεται
κανείς
Συγγενικά
επεξεργασία
καθισματάκι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
βαθύ κάθισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κάθισμα
αγγλικά
:
seat
(en)
γαλλικά
:
siège
(fr)
παλαιά γαλλικά
:
sele
ισπανικά
:
asiento
(es)
ρωσικά
:
сиденье
(ru)
(
sidén'je
)