ĝemo
(Ανακατεύθυνση από gxemo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝemo | ĝemoj |
αιτιατική | ĝemon | ĝemojn |
ĝemo (eo)
- το βογκητό, το κλαψούρισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝemo | ĝemoj |
αιτιατική | ĝemon | ĝemojn |
ĝemo (eo)