guttural
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
guttural (en)
- λαρυγγικός, τραχύς (για φθόγγο)
- υπερωικός (για φθόγγο)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guttural | gutturaux |
θηλυκό | gutturale | gutturales |
guttural (fr)
- λαρυγγικός, που ανήκει στον λάρυγγα
- artère gutturale - λαρυγγική αρτηρία
- λαρυγγικός, που γίνεται από τον λάρυγγα, τραχύς