Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

guttural (en)

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

guttural < λατινική guttur

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡy.ty.ʁal/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό guttural gutturaux
θηλυκό gutturale gutturales

guttural (fr)

  1. λαρυγγικός, που ανήκει στον λάρυγγα
    artère gutturale - λαρυγγική αρτηρία
  2. λαρυγγικός, που γίνεται από τον λάρυγγα, τραχύς
    un son guttural - ένας τραχύς ήχος
     συνώνυμα: rauque

Συγγενικά επεξεργασία