Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gratuit gratuits
θηλυκό gratuite gratuites

  Επίθετο επεξεργασία

gratuit (fr)

  1. δωρεάν
    Pour deux achats, on reçoit un gratuit. - Για δύο είδη που αγοράζεις, το τρίτο είναι δωρεάν.
  2. αβάσιμος, αθεμελίωτος, αστήρικτος
    Son accusation était gratuite. - Η κατηγορία του ήταν αβάσιμη.
  3. παράλογος
    C'est un acte gratuit. - Πρόκειται για μια πράξη παράλογη.

Συγγενικά επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

gratuit (ro)

  1. δωρεάν