granuleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | granuleux | granuleux |
θηλυκό | granuleuse | granuleuses |
Επίθετο επεξεργασία
granuleux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | granuleux | granuleux |
θηλυκό | granuleuse | granuleuses |
granuleux (fr)