Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
giclée giclées

  Ουσιαστικό επεξεργασία

giclée (fr) θηλυκό

  1. η αναπήδηση ενός υγρού
  2. (οικείο) η εκπυρσοκρότηση, ο καταιγισμός ενός αυτόματου όπλου

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη gicler