get on someone's case
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
- (ανεπίσημο, ιδιωματισμός) ρίχνομαι, επικρίνω κάποιον με ενοχλητικό τρόπο για κάτι που έχει κάνει
- ↪ She got on my case because I was late.
- Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.
- ↪ She got on my case because I was late.
Πηγές επεξεργασία
- get on someone’s case - Cambridge Dictionary online