Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρίχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ρίχνω < αρχαία ελληνική ῥίπτω

  Ρήμα επεξεργασία

ρίχνομαι, στ.μέλλ.: θα ριχτώ, αόρ.: ρίχτηκα, μτχ.π.π.: ριγμένος

  1. πέφτω
  2. επιτίθεμαι, κινούμαι με βία εναντίον

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία