gerrymander
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gerrymander | gerrymanders |
gerrymander (en)
- η πράξη του ρήματος gerrymander
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | gerrymander |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gerrymanders |
αόριστος | gerrymandered |
παθητική μετοχή | gerrymandered |
ενεργητική μετοχή | gerrymandering |
gerrymander (en)
- επαναπροσδιορίζω τα όρια των εκλογικών περιφερειών ώστε να κερδίσω τις εκλογές