εκλογές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλογές < πληθυντικός της λέξης εκλογή
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκλογές θηλυκό πληθυντικός
- η διαδικασία που περιλαμβάνει καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη της νέας βουλής, ευρωβουλής, διοικητικών οργάνων σε νομικά πρόσωπα κ.λπ.