Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

geração (pt) < απο το λατινικό generatĭo , -ōnis.

ενικός πληθυντικός
geração gerações


  Ουσιαστικό επεξεργασία

geração (pt)

  1. η γενιά, η γενεά (π.χ. η γενιά του '60)
  2. η γένεση (στην αβιογένεση)
  3. η παραγωγή (π.χ. ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά πάρκα)