gendarmesque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gendarmesque | gendarmesques |
Επίθετο επεξεργασία
gendarmesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (Γαλλία) (οικείο, σκωπτικό) που ταιριάζει σε χωροφύλακα, που δείχνει χαρακτηριστική συμπεριφορά του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη gendarme