gade
Δανικά (da) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gade < παλαιά δανική gatæ < παλαιά νορβηγική gada· πρβ. την αγγλική gate. Συσχετίζεται με τη γερμανική Gasse και τη γοτθική 𐌲𐌰𐍄𐍅𐍉 (gatwō).
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gade (da)
gade (da)