Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
générique génériques

générique (fr) αρσενικό

  1. το γενόσημο
  2. το ζενερίκ ενός φιλμ

Συνώνυμα επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
générique génériques

générique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενικός