Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας fuck off
γ΄ ενικό ενεστώτα fucks off
αόριστος fucked off
παθητική μετοχή fucked off
ενεργητική μετοχή fucking off
Συνήθως στην προστακτική ενεστώτα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις fuck και off

  Ρήμα επεξεργασία

fuck off (en)