franchissable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- franchissable < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fʁɑ̃.ʃi.sabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
franchissable | franchissables |
franchissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό