infranchissable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.fʁɑ̃.ʃi.sabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
infranchissable | infranchissables |
infranchissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
infranchissable | infranchissables |
infranchissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό