form factor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
form factor | form factors |
form factor (en)
- προδιαγραφή που αφορά το σχήμα, μορφή, μέγεθος, διάσταση, κλπ. ενός τυποποιημένου προϊόντος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- motherboard form factor
- form factor στην αγγλική Βικιπαίδεια