fonte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fonte < δημώδης λατινική fundita
- fonte < αγγλική font
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fonte | fontes |
fonte (fr) θηλυκό
- το λιώσιμο
Ουσιαστικό επεξεργασία
fonte (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Ιντερλίνγκουα (ia) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fonte (ia)
- η πηγή
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fonte (it)
- η πηγή
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fonte (pt)
- η πηγή