flicage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
flicage | flicages |
flicage (fr) αρσενικό
- (οικείο) η αστυνόμευση
- (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) η αυστηρή επιτήρηση, επίβλεψη
ενικός | πληθυντικός |
flicage | flicages |
flicage (fr) αρσενικό