flétri
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- flétri < flétrir
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flétri | flétris |
θηλυκό | flétrie | flétries |
flétri (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | flétri | flétris |
θηλυκό | flétrie | flétries |
flétri (fr)