fill up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | fill up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills up |
αόριστος | filled up |
παθητική μετοχή | filled up |
ενεργητική μετοχή | filling up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
fill up (en)
ενεστώτας | fill up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills up |
αόριστος | filled up |
παθητική μετοχή | filled up |
ενεργητική μετοχή | filling up |
fill up (en)