filant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- filant < filer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filant | filants |
θηλυκό | filante | filantes |
filant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filant | filants |
θηλυκό | filante | filantes |
filant (fr)