Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fall in love < → δείτε τις λέξεις fall, in και love

  Έκφραση επεξεργασία

fall in love (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) (με with) ερωτεύομαι
    I fell in love with her immediately.
    Την ερωτεύτηκα αμέσως.
    I have fallen in love with you!
    Σε έχω ερωτευτεί!
  2. (αμετάβατο, ιδιωματισμός) ερωτεύομαι
    The two people fell in love.
    Oι δύο άνθρωποι ερωτεύτηκαν.

  Πηγές επεξεργασία