Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερωτεύομαι < έρωτας + -εύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾoˈte.vo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

ερωτεύομαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: ερωτευόμουν, στ.μέλλ.: θα ερωτευτώ, αόρ.: ερωτεύτηκα, μτχ.π.π.: ερωτευμένος

  1. καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα
    δεν ερωτεύεται εύκολα
  2. αισθάνομαι έρωτα για κάποιον
    σε έχω ερωτευτεί
  3. νιώθω έντονη έλξη για κάποιον ή για κάτι
    ερωτεύτηκα τα σοκάκια του νησιού

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία