fakturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fakturo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakturo | fakturoj |
αιτιατική | fakturon | fakturojn |
fakturo (eo)
- το τιμολόγιο, ο λογαριασμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakturo | fakturoj |
αιτιατική | fakturon | fakturojn |
fakturo (eo)