Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

extraction < extract

  Ουσιαστικό επεξεργασία

extraction (en)

  1. η εξαγωγή ή το βγάλσιμο ενός (ολόκληρου) σώματος που βρίσκεται μέσα σε κάποιο άλλο σώμα ή περιοχή
  2. η αφαίρεση ή η απόσπαση μίας ουσίας που βρίσκεται δεσμευμένη μέσα σε κάτι
    • extraction of Silver from Copper ore
  3. (μεταφορικά) η απόσπαση ή η απόκτηση
    • extraction of vital informaton from a source
  4. η εξόρυξη
  5. η καταγωγή ενός ανθρώπου



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛks.tʁak.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
extraction extractions

extraction (fr) θηλυκό

  1. η εξόρυξη