Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό extractif extractifs
θηλυκό extractive extractives

  Επίθετο επεξεργασία

extractif (fr)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη extraire