Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας extend
γ΄ ενικό ενεστώτα extends
αόριστος extended
παθητική μετοχή extended
ενεργητική μετοχή extending

  Ρήμα επεξεργασία

extend (en)

  1. (μεταβατικό) επιμηκύνω, μακραίνω, επεκτείνω, κάνω κάτι πιο μακρύ
    The metro line will be extended by kilometers.
    Η γραμμή του μετρό θα επιμηκυνθεί κατά χιλιόμετρα.
    They extended the wall.
    Μάκρυναν τον τοίχο.
    They extended the city limits.
    Επέκτειναν τα όρια της πόλης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lengthen
  2. (μεταβατικό) επιμηκύνω, μακραίνω, παρατείνω, κάνω κάτι διαρκεί περισσότερο
    Healthy nutrition extends one’s life.
    Η υγιεινή διατροφή επιμηκύνει τη ζωή.
    I am extending my visit.
    Μακραίνω την επίσκεψη μου.
    I extended my stay for a week.
    Παράτεινα την παραμονή μου μια βδομάδα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lengthen
  3. (μεταβατικό) επεκτείνω, κάνω μια επιχείρηση, μια ιδέα κτλ. να καλύψει περισσότερες περιοχές ή να εκμεταλλευτεί σε περισσότερα μέρη
    He decided to extend his operations.
    Αποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του.
     συνώνυμα: expand
  4. (αμετάβατο) επεκτείνω, συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι
    The strike also extended to the private sector.
    Η απεργία επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα.
  5. (αμετάβατο) απλώνομαι, εκτείνομαι, καλύπτω μια συγκεκριμένη περιοχή, απόσταση ή χρονικό διάστημα
    The parks extends to the river.
    Το πάρκο απλώνεται ως το ποτάμι.
    The beach extends many miles.
    Η παραλία εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων.
  6. (μεταβατικό) απλώνω, τεντώνω μέρος του σώματός μου, ειδικά ένα χέρι ή ένα πόδι, το απομακρύνω από το σώμα μου.
    He extended his hand to me.
    Μου άπλωσε το χέρι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reach

  Πηγές επεξεργασία