expand
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | expand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expands |
αόριστος | expanded |
παθητική μετοχή | expanded |
ενεργητική μετοχή | expanding |
Ρήμα επεξεργασία
expand (en)
ενεστώτας | expand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expands |
αόριστος | expanded |
παθητική μετοχή | expanded |
ενεργητική μετοχή | expanding |
expand (en)