expansion
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
expansion (fr) θηλυκό
- η επέκταση
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
expansion (en)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (πληροφορική) expansion slot
expansion (fr) θηλυκό
expansion (en)