Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαστολή οι διαστολές
      γενική της διαστολής των διαστολών
    αιτιατική τη διαστολή τις διαστολές
     κλητική διαστολή διαστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστολή < (ελληνιστική κοινή) διαστολή < αρχαία ελληνική διαστολή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαστολή θηλυκό

  1. (φυσική) η αύξηση του όγκου ενός σώματος
  2. η αύξηση του όγκου ενός οργάνου του σώματος με την έκταση των τοιχωμάτων του, που συνήθως ακολουθείται από μια συστολή
    η διαστολή της καρδιάς
  3. η αύξηση των διαστάσεων ενός σώματος
    η διαστολή της κόρης του ματιού στο σκοτάδι
  4. (μουσική) η κάθετη προς το πεντάγραμμο γραμμή που δηλώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστολή < διαστέλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαστολή θηλυκό

  1. ο χωρισμός ενός αντικειμένου από άλλο