exhibition
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exhibition | exhibitions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
exhibition (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) η έκθεση, μια συλλογή πραγμάτων, για παράδειγμα έργα τέχνης, που παρουσιάζονται στο κοινό
- ↪ You should go to the painting exhibition soon!
- Να πάτε στην έκθεση ζωγραφιρκής σύντομα!
- ≈ συνώνυμα: exhibit (αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ You should go to the painting exhibition soon!
- (μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η ενέργεια του επιδεικνύω
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exhibition | exhibitions |
exhibition (fr) θηλυκό
- η επίδειξη