Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
exhibit exhibits

exhibit (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας exhibit
γ΄ ενικό ενεστώτα exhibits
αόριστος exhibited
παθητική μετοχή exhibited
ενεργητική μετοχή exhibiting

exhibit (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω επίδειξη, δείχνω κάτι σε δημόσιο χώρο για να το απολαύσουν οι άνθρωποι ή να τους δώσω πληροφορίες
    I am exhibiting a new dishwasher.
    Κάνω επίδειξη ενός νέου πλυντηρίου.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) επιδεικνύω, δείχνω ξεκάθαρα ότι έχω ή νιώθω μια συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ικανότητα, συναίσθημα ή σύμπτωμα
    He exhibited great interest in my work.
    Επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη δουλειά μου.
     συνώνυμα: display

  Πηγές επεξεργασία