eviction
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
eviction | evictions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
eviction (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (νομικός όρος) η έξωση
- ↪ The renters are seeking a ban on evictions.
- Οι ενοικιαστές ζητούν απαγόρευση των εξώσεων.
- ↪ The renters are seeking a ban on evictions.