Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

etoso < etos + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική etoso etosoj
αιτιατική etoson etosojn

etoso (eo)