estampille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
estampille | estampilles |
Ουσιαστικό επεξεργασία
estampille (fr) θηλυκό
- η σφραγίδα που δηλώνει την αυθεντικότητα ενός έργου, κειμένου, κ.α.
Εκφράσεις επεξεργασία
- (μεταφορικά) (οικείο) marquer de son estampille: αποτυπώνω σε ένα έργο την προσωπική μου έκφραση, κάτι που με χαρακτηρίζει