estaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estaĵo | estaĵoj |
αιτιατική | estaĵon | estaĵojn |
estaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estaĵo | estaĵoj |
αιτιατική | estaĵon | estaĵojn |
estaĵo (eo)