escamoteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | escamoteur | escamoteurs |
θηλυκό | escamoteuse | escamoteuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
escamoteur (fr) αρσενικό
- αυτός που κρύβει κάτι
- (μεταφορικά) εγκληματίας
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | escamoteur | escamoteurs |
θηλυκό | escamoteuse | escamoteuses |
escamoteur (fr) αρσενικό