enraciné
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enraciné | enracinés |
θηλυκό | enracinée | enracinées |
enraciné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enraciné | enracinés |
θηλυκό | enracinée | enracinées |
enraciné (fr)