enquiquinant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enquiquinant | enquiquinants |
θηλυκό | enquiquinante | enquiquinantes |
Επίθετο επεξεργασία
enquiquinant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enquiquinant | enquiquinants |
θηλυκό | enquiquinante | enquiquinantes |
enquiquinant (fr)