enganado
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enganado | enganados |
θηλυκό | enganada | enganadas |
enganado (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enganado | enganados |
θηλυκό | enganada | enganadas |
enganado (pt)